- σαράγαρον
- τὸ, ΜΑ1. είδος οχήματος2. είδος τετράτροχης άμαξας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαράβαλο — το, Ν 1. καθετί που βρίσκεται σε κακή κατάσταση, καθετί το παλιό, το άχρηστο ή φθαρμένο, ερείπιο («το αυτοκίνητό του είναι σκέτο σαράβαλο») 2. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ καταβεβλημένο, ιδίως ηλικιωμένο, άτομο, ραμολί, χούφταλο β) τελείως… … Dictionary of Greek